ἀναβλύζοντα

ἀναβλύζοντα
ἀναβλύζω
spout up
pres part act neut nom/voc/acc pl
ἀναβλύζω
spout up
pres part act masc acc sg
ἀναβλύζω
spout up
pres part act neut nom/voc/acc pl
ἀναβλύζω
spout up
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεσοθερμικός — ή, ό αυτός που έχει θερμοκρασία ενδιάμεση, δηλαδή η οποία κυμαίνεται ανάμεσα σε ορισμένα χαμηλά και υψηλά όρια (α. «μεσοθερμική πηγή» πηγή τής οποίας τα αναβλύζοντα ύδατα έχουν θερμοκρασία που κυμαίνεται από τους 25° ώς τους 42° Κελσίου β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”